- αὔτοπτος
- αὔτοπτοςself-revealedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αύτοπτος — αὔτοπτος, ον (AM) αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια μσν. φρ. «ἐξ αὐτόπτου» με τα ίδια τα μάτια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + οπτός < οπ , όπωπα, (παρακμ. του ορώ)] … Dictionary of Greek
αὐτόπτως — αὔτοπτος self revealed adverbial αὔτοπτος self revealed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔτοπτον — αὔτοπτος self revealed masc/fem acc sg αὔτοπτος self revealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτοις — αὔτοπτος self revealed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτου — αὔτοπτος self revealed masc/fem/neut gen sg αὐτόπτης seeing oneself masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπτῳ — αὔτοπτος self revealed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοψεί — αὐτοψεί επίρρ. (Μ) [αύτοπτος] με τα ίδια τα μάτια κάποιου … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱՏԵՍ — (ի աց.) NBH 1 0861 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c ա. αὑτόπτης qui suis oculis vidit, oculatus testis Ինքնն տեսօր աչօք իւրովք. ականատես. *Առաջին աշակերտեալք շնորհին՝ ինքնատեսք եւ սպասաւորք բանն լեալք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)